εὐεργετικός

εὐεργετικός
εὐεργετ-ικός, ή, όν,
A productive of benefit, beneficent, ὠφέλιμα καὶ εὐ. Arist.Rh.1388b12, cf. Phld.Piet.11, etc.; δόξα εὐ. a reputation for beneficence, Arist.Rh.1361a28; ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων ib.1366a38: c. gen.pers.,

φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.Def.412e

; τὸ εὐ. beneficence, D.S.1.25: [comp] Comp.,

τὸ -ώτερον Hdn.6.9.8

; of persons, beneficent, bountiful, εὐεργετικὸν (v.l. -τητικὸν)

εἶναι καλόν Arist.EN1171b16

, etc.;

εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.Fr.8p.39H.

: [comp] Sup. -ώτατος

, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6

. Adv. -

κῶς, διακείμενος OGI90.11

(Rosetta, Ptol. V), cf. IG5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐεργετικός — productive of benefit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργετικός — ή, ό (ΑΜ εὐεργετικός, ή, όν) [ευεργέτης] 1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.) 2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι… …   Dictionary of Greek

  • ευεργετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευεργεσία, ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος: Ευεργετική βροχή. 2. για νόμο, αυτός που παρέχει ειδικά προνόμια: Ευεργετικός νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐεργετικά — εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc pl εὐεργετικά̱ , εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc/acc dual εὐεργετικά̱ , εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικώτερον — εὐεργετικός productive of benefit adverbial comp εὐεργετικός productive of benefit masc acc comp sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικωτέραις — εὐεργετικός productive of benefit fem dat comp pl εὐεργετικωτέρᾱͅς , εὐεργετικός productive of benefit fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικῶν — εὐεργετικός productive of benefit fem gen pl εὐεργετικός productive of benefit masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικόν — εὐεργετικός productive of benefit masc acc sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικώτατον — εὐεργετικός productive of benefit masc acc superl sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικαῖς — εὐεργετικός productive of benefit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικαί — εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”